Μίμης Πλέσσας. Συνέντευξη. (greek | english)

“Ένα συρτάρι με βιωμένες μνήμες.”

Συνέντευξη που μας παραχώρησε ο γνωστός συνθέτης, τραγουδοποιός, μαέστρος και πιανίστας Μίμης Πλέσσας. Η συνέντευξη έγινε μετά από πρόσκληση του ιδίου στην οικία του.

Κύριε Πλέσσα καταρχήν θα ξεκινήσω με ένα τεράστιο ευχαριστώ για το γεγονός ότι βρισκόμαστε μετά από πρόσκληση σας εδώ στο χώρο σας και μας υποδέχεστε για να μας πείτε αυτές τις δύο κουβέντες. Βέβαια πολλές φορές έχω δηλώσει on camera ότι δεν είμαι δημοσιογράφος, απλά ένας συζητητής, και οπωσδήποτε τώρα αρχίζουν τα δύσκολα για μένα γιατί όταν έχω μπροστά μου μια μορφή όπως ο Μίμης ο Πλέσσας, το ερώτημα είναι πώς ξεκινάω, πώς συνεχίζω και πώς ολοκληρώνω τη συζήτηση μου.

Εγώ θα έλεγα ότι όταν είσαι μαζί με τον Μίμη Πλέσσα, θα αντιληφθείς ότι όλα αυτά γίνονται με μια ευκολία γιατί υπάρχει τόσων ετών πείρα… για παράδειγμα θα έλεγα ότι μια χρονιά «μίλησε» το ραδιόφωνο στη χώρα μας και την επόμενη χρονιά ήταν 1 έτους η ραδιοφωνία, 15 ½ εγώ και βρέθηκα να είμαι ο πρώτος σολίστ ελαφράς μουσικής, το 1939. Από τότε μέχρι τώρα έχω βιώσει όλων των ειδών τις επικοινωνίες. Γιατί ύστερα από το ραδιόφωνο ήρθε ο κινηματογράφος, κατακτήθηκε το θέατρο, ήρθε η μαυρόασπρη τηλεόραση, την κάναμε και έγχρωμη και κάποια στιγμή βρισκόμαστε στο σήμερα που εσύ κρατάς μια κάμερα και εγώ να έχω όλη αυτή την πείρα και εσύ να εξακολουθείς να έχεις την σεμνότητα να φοβάσαι ότι θα συναντήσεις μια προσωπικότητα. Καμιά προσωπικότητα! Θα συναντήσεις ένα συρτάρι –παλιά το λέγαμε «η καμαρούλα, μια σταλιά» – κι εκεί γινόντουσαν όλα. Σήμερα το λέμε ένα συρτάρι με βιωμένες μνήμες. Κι από αυτές ότι θέλεις ρώτα και το μόνο που θα ξέρεις είναι ότι οτιδήποτε σου πω θα είναι αλήθεια.

Ό, τι καλύτερο είχατε να πείτε σαν εισαγωγή το είπατε ήδη κύριε Πλέσσα. Εγώ θα ξεκινήσω, πηγαίνοντας πίσω εκ των πραγμάτων. Είναι πράγματα που μάλλον τα έχετε ξαναπεί αλλά θα ήθελα να πάμε πίσω στα παιδικά χρόνια για να ρωτήσω, πως ξεκινάει αυτή η ιστορία του Μίμη Πλέσσα.

Βεβαίως. Σε ένα σπίτι που είναι γεμάτο από δύο μεγάλα σόγια. Ο πατέρας μου Ζακυνθινός με 14 αδέλφια εν ζωή και η μητέρα από την Πριγκηπόνησο, δηλαδή μεγάλωσε και σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη, στη Χάλκη, με 4 αδέλφια. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι και η Ανατολή και η Δύση ήταν μέσα σ’ αυτό το σπίτι κι εγώ ήμουνα ο πρωτότοκος γιος του πρωτότοκου της μεγάλης οικογένειας. Ο πατέρας μου, λοιπόν ο Αντώνης, ήταν μαζί με τα αδέλφια του καπελάς δηλαδή έφτιαχνε ψαθάκια (ψάθινα καπέλα). Βιοτέχνες ήταν οι άνθρωποι, θέλησαν να γίνουν βιομήχανοι, ήρθαν στην Αθήνα και σ’ ένα σπίτι που ήταν ακριβώς απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο, έμενα με την οικογένεια μου και ήμουνα ο κακομαθημένος πρωτότοκος μια μικροαστικής οικογένειας.

Με ποια έννοια «κακομαθημένος πρωτότοκος»;

Γιατί καταλαβαίνεις ότι όλοι ήθελαν να μου κάνουν τα χατίρια και μιας και ήμουνα το πρωτότοκο παιδί και το αγόρι, ήταν απολύτως φυσικό να μη μου χαλάνε χατίρι. Δηλαδή εκείνη την εποχή το να είσαι 4 ετών και να έχεις ποδήλατο ήταν σπάνιο.

Παρολ’ αυτά κύριε Πλέσσα πριν ασχοληθείτε με τη μουσική σπουδάσατε χημικός. Αυτό το κάνατε επειδή το θέλατε κι εσείς ή επειδή σας έσπρωξε λίγο και η οικογένεια σας με την έννοια ότι δεν ήθελε ίσως κάποιος από την οικογένεια σας να ασχοληθείτε με τη μουσική;

Πολύ σωστά. Εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο απλό σε μια μικροαστική οικογένεια να πεις ότι θέλω να γίνω μουσικός γιατί η μητέρα μου αμέσως βρήκε τον τρόπο να με κάνει να το σκεφτώ για δεύτερη φορά λέγοντας μου «Παιδί μου, ευχή και κατάρα, μη γίνεις μουζικάντης». Να είναι καλά η ψυχούλα της, μουζικάντης δεν έγινα αλλά και τους μουζικάντες τους έκανα μουσικούς. Κι αυτό το έχω μεγάλη περηφάνεια. Από την άλλη μεριά, η αντίδραση της εποχής ήταν απολύτως φυσική μιας και απέναντι από το σπίτι μας, στον κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου, 6 σημαντικοί σολίστες έπαιζαν συγκλονιστική μουσική και περνούσε και το πράσινο το τραμ το οποίο και έτριζε. Ενώ οι κυρίες χωρίς να τους απασχολεί ούτε το τρίξιμο του τραμ, ούτε η σπουδαία μουσική που έπαιζαν αυτοί οι άνθρωποι, έπιναν το τσάι τους στον κήπου του Μουσείου. Πώς λοιπόν, μια μητέρα να θέλει να το δει το παιδί της σε αυτή την «κατάσταση», η οποία δε θα έφερνε τιμή σε μία μικροαστική οικογένεια. Από την άλλη μεριά, της έκανα το χατίρι. Και επειδή, με καμάρι το λέω, είμαι αυτοδίδακτος μουσικός, αλλά πολύ μορφωμένος επιστήμονας. Πήγα στο Πανεπιστήμιο και σπούδασα χημεία. Πήγα στην Αμερική και πήρα διδακτορική εργασία. Και σήμερα, με καμάρι το λέω, είμαι επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών και ούτε λίγο ούτε πολύ μαζί με 6 νομπελίστες, συνυπογράφουμε τα χαρτιά που πηγαίνουν για σημαντικά θέματα που αφορούν, τον πλανήτη, την υγεία μας και το μέλλον μας.

Θα ήθελα να σας ρωτήσω ποια ήταν η πρώτη μουσική σας σύνθεση.

Όταν χάνεται η γιαγιά μου η Αθηνά, το σπίτι μας είναι σε πένθος και τότε πένθος σημαίνει ότι δεν υπάρχει μουσική, δεν υπάρχει ραδιόφωνο, κλείνει το πιάνο, ντύνονται με άσπρα οι καθρέφτες και εγώ βρίσκομαι στο σπίτι, μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον το περίεργο, και βέβαια μουσικογεννημένος χωρίς να το θέλω μου λείπει το ότι δεν υπάρχει ήχος. Κι όταν είμαι μόνος, πηγαίνω και λύνω τα κορδονάκια από το πιάνο, το ανοίγω και βάζω τα χεράκια μου – είμαι 6 χρονών – και αντιλαμβάνομαι ότι ο ήχος όταν πηγαίνω προς τα δεξιά γίνεται οξύτερος κι όταν πηγαίνω προς τα αριστερά γίνεται βαρύτερος. Την άλλη μέρα κάνω το ίδιο. Την ώρα που είμαι μόνος, πηγαίνω και το ανοίγω και αντιλαμβάνομαι ότι οι νότες που παίζω έχουν ένα θλιβερό άκουσμα. Χωρίς να το καταλάβω, γιατί ούτε μουσική ήξερα ούτε είχα ξαναγγίξει τα πλήκτρα του πιάνου, θυμάμαι αυτές τις νότες και για τρίτη και τέταρτη φορά προσπαθώ να επαναλάβω αυτό το μοτίβο που είναι και η πρώτη μου ουσιαστική σύνθεση. Αργότερο της έδωσα και τον τίτλο και το είπα «Λειτουργία για άθεους». Γιατί σκέφτηκα ότι πρέπει να είναι πολύ κακός ένας Θεός που μπορεί να πάρει τη γιαγιά μου. Από την άλλη μεριά, πρώτη σύνθεση για κάθε είδος μουσικής, είναι τελείως διαφορετική και σήμερα ακόμα όλα μου τα τραγούδια μια αλλιώτικη δομή, μια αλλιώτικη ιδέα και δε μοιάζει κανένα με το άλλο. Πάντα πίστευα ότι το να κάνεις μια επιτυχία και να «κάθεσαι» πάνω σ’ αυτή και να επαναλαμβάνεσαι, αυτού του είδους η μανιέρα είναι θνησιγενής. Γιατί μπορεί να σου δώσει αλλεπάλληλες επιτυχίες με ευκολία αλλά σίγουρα κάποια στιγμή θα έρθει ο χρόνος και δε θα σου συγχωρήσει την επανάληψη. Έτσι, αν σου πω διαφορετικά, για το θέατρο η πρώτη μου σύνθεση είναι διαταγή του διευθυντού του θεάτρου στο οποίο ως φαντάρος έκανα τους τελευταίους 6 μήνες, ήταν η μουσική σκηνή «Το σπίτι του στρατιώτη». Ένας πολύ σπουδαίος συγγραφέας, ο Νίκος Φατσέας, ήταν ο διευθυντής του θεάτρου. Και κάποτε μου έδωσε την εντολή να γράψω 3 τραγούδια. Το ένα ήταν το «Σαν αγαπάς», το άλλο ήταν «Με τον έρωτα παρέα» και το τρίτο…. Δε το θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Αλλά του εξήγησα ότι εγώ δεν γράφω μουσική, παίζω μουσική των συναδέλφων μου. Μου απάντησε με ένα πολύ χαρακτηριστικό σκληρό χαμόγελο: «Εκτελέσατε διαταγή και αναφέρατε εκτέλεση». Πήγα, τα έγραψα και 3 μέρες μετά με φώναξε, με φίλησε και μου έδωσε μια εβδομάδα άδεια. Κι όταν ρώτησα γιατί μου είπε «Γιατί τα 3 κομμάτια που έγραψες, τα άκουσαν οι αδελφές Καλουτά και μαζί με τον τενόρο Ντενόγια θα ανεβάσουν το «Με τον έρωτα παρέα» σε μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης.

Κράτησα αυτό που είπατε «Σας έδωσε εντολή», για να ρωτήσω το εξής. Υπήρξε παρολ’ αυτά στην διάρκεια της καριέρας σας κάποιος που σε εισαγωγικά να σας έδωσε εντολή για να δημιουργήσετε μια μουσική σύνθεση και πραγματικά να δυσκολευτήκατε αρκετά στην έμπνευση και στη δημιουργία αυτής της μουσικής σύνθεσης;

Λυπάμαι που θα σε διαψεύσω, αλλά όσο περισσότερο με στρίμωχναν τόσο καλύτερα απέδιδα. Και το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα είναι στο έργο «Ορατότητα μηδέν», το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου». Που ούτε λίγο ούτε πολύ, ενώ έχω σημειώσει για να γράψω 1 ώρα και 10 λεπτά μοντέρνας συγχρονικής μουσικής που απαιτεί το έργο, την ώρα που φεύγω μου φωνάζει ο Νίκος Φώσκολος από την αίθουσα του μοντάζ: «Μου χρειάζεται και ένα ζεϊμπέκικο για να κάψει ο Κούρκουλος τα ρούχα του. Λέω: «Μα είσαι με τα σωστά σου; Αφού δεν είδα μια τέτοια σκηνή». Μου λέει: «Δεν την είδες γιατί ακόμα δεν έχει γυριστεί». Χωρίς λοιπόν αυτή τη διαδικασία σκέφτηκα να γράψω ένα ζεϊμπέκικο. Έκανα, λοιπόν, αυτό που θα έκανε ο καθένας. Φώναξα τα θηρία μου. Τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Δημήτρη Ξαπλαντέρη – ήταν ζευγάρι τότε οι δυο τους στο μπουζούκι – και τους δικούς μου που μπορούσαν να παίξουν από άρια σε όπερα μέχρι το «οτιδήποτε», και κατεβαίνοντας τις σκάλες τις γυριστές – είχε μια σκάλα υπηρεσίας που ένωνε την αυλή με την αίθουσα μοντάζ της Φίνος Φιλμ – σκέφτηκα τη μουσική. Ήρθε και η παρέα, το γράψαμε, το ηχογραφήσαμε με μια φωνή που είχα ακούσει 2 μέρες πριν, ένα νεαρό παιδί με μια κιθάρα σε ένα μεγάλο λαϊκό κέντρο. Το νεαρό παιδί ήταν ο Στράτος Διονυσίου. Το τραγούδι ήταν το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» και 2 μήνες μετά 80.000 άνθρωποι όρθιοι στη Θεσσαλονίκη, στο Καυτατζόγλειο στάδιο, τραγουδούσαν το «Βρέχει φωτιά στην στράτα μου»

Στιγμές μοναδικές.! Ας μιλήσουμε τώρα κύριε Πλέσσα για μουσική συγκεκριμένα που έχετε γράψει για το θέατρο και βέβαια έχοντας κάνει ήδη πάρα πολλά πράγματα.

69 θεατρικές παραστάσεις και άλλες 11 διεθνείς. Κι από αυτές δεν πολύ αναφέρονται παρά μόνο ο καθένας ανάλογα με το είδους θεάτρου που αγαπάει βρίσκει εκεί μέσα και τον Πλέσσα αναφερόμενο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ο θεατρικός Πλέσσας είναι πολυσχιδής. Ξεκινάει με τον Κάρολο Κουν. Συνεχίζει με τον Μουσούρη και κάποια στιγμή βρίσκεται με τον Δημήτρη Χορν και επί 5 χρόνια στην κεντρική σκηνή ανεβάζουν και γράφει τη μουσική για τα πιο μοντέρνα για την εποχή θεατρικά έργα. Από το διεθνές αλλά και από ελληνικό ρεπερτόριο. Εγώ έχω μεγάλο καμάρι επειδή έχω γράψει τη μουσική για το Θωμά Δίψυχο του Άγγελου Τερζάκη. Πέραν όμως από αυτό, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο «Πλεσσέϊκο» έργο που ακολουθεί μια μοναδική επιτυχία. Η διασκευή μου μαζί με το Δημήτρη Μαραβέτα τον αξέχαστο, για το «Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο άστρο», το γνωστό «Jesus Chrst Superstar”. Ούτε λίγο ούτε πολύ 325 έρχονται σε ακροάσεις, διαλέγουμε τους 23 και με 23 ελληνόπουλα και με τη διασκευή μου καταφέρνουμε να κάνουμε την καλύτερη παράσταση του κόσμου, απ’ ότι λένε οι ίδιοι οι γράψαντες, με δεύτερη την Αυστραλιανή, τρίτη την Ισπανική και τέταρτη την Γερμανική. Μας «αφήνει» βέβαια, επειδή κατεβαίνει άδοξα γιατί το κυνηγάει η εκκλησία και οι θρησκευτικές οργανώσεις. Αντί να έρθουν να δουν τη πίστη ενδυναμώνεται μέσα από τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα παιδιά τραγουδούσαν σ’ αυτό το μιούζικαλ, τουλάχιστον σ’ αυτή τη δική μας μεσογειακή διασκευή. Κι ευτυχώς για μας ο Δημήτρης Μαραβέτας λέει: «Γιατί να μείνουμε με τα μπράβο σε ένα έργο που δεν είναι δικό μας παρά μόνο η μετάφραση και η διασκευή. Να κάνουμε και ένα δικό μας». Και κάνουμε τους νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού και το παρουσιάζουμε στο φεστιβάλ Αθηνών στο θέατρο της Άννας Συνοδινού. Κι εκεί ανακαλύπτουν ότι ο Μίμης Πλέσσας έχει και άλλες θεατρικές δυνατότητες. Κι αυτό μας δίνει κουράγιο και 5 χρόνια μετά ανεβάζουμε τον Ορφέα και την Ευριδίκη. Μια λαϊκή όπερα με τον αξέχαστο ποιητή μας Κώστα Κινδύνη όπου εκεί πρωτοεμφανίζεται ένα πολύ μεγάλο αστέρι και για πρώτη φορά ακούμε τον Γιάννη Μπέζο και τη γυναίκα του τη Ναταλία Τσαλίκη. Θα μου πεις βέβαια, γιατί όλα αυτά τα πράγματα δεν βγαίνω να τα πω. Μα ποιος θα είχε την υπομονή να κάτσει όπως εσύ με μία κάμερα για να τα καταγράψει. Ή μάλλον επέτρεπε η τεχνολογία μέχρι τώρα να είμαι εγώ στο σπίτι μου, αξύριστος και να έχω την άνεση να θυμάμαι όλα αυτά τα πράγματα. Έτσι λοιπόν, αντί για το δικό σου ευχαριστώ, πρέπει εγώ να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την υπομονή σου και να βεβαιώσω ότι και την επόμενη φορά που θα θέλεις θα συμπληρώσουμε αυτά που δεν μπορούν να χωρέσουν από μια ζωή που καλώς ή κακώς της έχει δοθεί τόσο μεγάλη διάρκεια για να υποστεί τόσα και τόσα πράγματα και τόσες ευκαιρίες για να μπορεί να εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να ελπίζει για το μέλλον των παιδιών μας.

Κύριε Πλέσσα, επανέρχομαι και θα επιμείνει λίγο για το «Jesus Christ Superstar» για να ρωτήσω πώς ακριβώς προέκυψε αυτό και να μας πείτε επίσης δύο λόγια για τον κύριο Webber.

Μάλιστα. Αυτό το παλικάρι, μας περίμενε στο Λονδίνο για να υπογράψουμε και να μας δώσει την άδεια. Εμείς πήγαμε στο Λονδίνο και για να τιμήσουμε τα νιάτα του και καθώς την εποχή εκείνη τη «διάθεση» που είχε το Λονδίνο με τους μακρυμάλληδες και με τους χίπυς, είμασταν ντυμένοι με τα πουκαμισάκια μας και εμφανίζεται o Andrew Lloyd Webber με κουστούμι και με γραβάτα. Συναντιόμαστε, τα λέμε, υπογράφουμε και στο τέλος δεν αντέχω και τον ρωτάω: «Δε μου λες αγόρι μου, εγώ για να τιμήσω τη γενιά σου έβαλα πουκάμισο. Εσύ γιατί έβαλες κουστούμι;» Και λέει, «Γιατί ο πατέρας μου, μού είπε ότι θα συναντήσω έναν πολύ μεγάλο συνθέτη, ένα πολύ σπουδαίο Έλληνα και ένα τζέντλεμαν». Λέω, ο πατέρας σου στο είπε αυτό; Λέει ναι. Ήταν επιτροπή που σας έδωσε το πρώτο βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ της Πολωνίας και θυμάται ακόμα ότι εσείς πήγατε και δώσατε συγχαρητήρια στον δεύτερο που βραβεύτηκε που ήταν ένας διάσημος Βέλγος που έπαιζε φυσαρμόνικα.

Και μιας και μιλάμε για βραβεία, έχετε κι άλλα πολύ σημαντικά πράγματα να πείτε για βραβεία. Σας αφήνω να πείτε 2 – 3 πολύ σημαντικά.

Με συγχωρείς, αλλά αν γυρίσεις τη μηχανίτσα σου κατά δω ή κατά κει, στο βάθος κήπος, θα δεις ότι «ων ουκ έστιν αριθμός». Δε θα μιλήσουμε λοιπόν παρά μόνο για ένα πράγμα για μένα που είναι πολύ σημαντικό. Βρίσκομαι το 1963 στη Μόσχα διευθύνοντας την «Μπολσόϊ Φιλαρμόνια» με ερμηνεύτρια τη Γιοβάνα και κάνοντας 15 συναυλίες. Ηχογραφούνται και το αποτέλεσμα παίρνει ως βραβείο, το μεγαλύτερο βραβείο που θα μπορούσε ρε πουλάκι μου να πάρει ένας ευρωπαίος την εποχή εκείνη, δηλαδή ο δίσκος με τη Γιοβάνα «Η Γιοβάνα τραγουδάει Μίμη Πλέσσα», πούλησε 18 εκατομμύρια αντίτυπα. Από τα 18 εκατομμύρια αντίτυπα, οι Μοσχοβίτες ονόμαζαν τα παιδιά τους «Γιοβάνα». Και όχι μόνο. Ύστερα από χρόνια – και κάποια στιγμή είδα ότι έπεσε το μάτι σου σε κάτι – με φώναξαν ξανά στη Μόσχα για μια συναυλία στην αίθουσα «Κατσατουριάν» όπου ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίζονταν άνθρωποι που ήταν φοιτητές όταν κάναμε αυτές τις 15 συναυλίες στη Μόσχα. Αυτό είναι ένα βραβείο που δεν ξεχνιέται. Ένα άλλο ήταν αυτό που πήραμε στο Τόκυο. Ένα βραβείο που εξακολουθώ ακόμα και σήμερα να το ‘ χω πολύ ξεχωριστά γιατί σ’ ένα Διεθνές Φεστιβάλ με τη La Toya Jackson, την αδελφή του Michael Jackson, να παίρνει το δεύτερο βραβείο, εμείς πήραμε το πρώτο βραβείο για την καλλιτεχνικότερη συμμετοχή με την αξέχαστη Σοφία Φίλντιση την ποιήτρια μας να έχει γράψει τους στίχους και με την Κλεοπάτρα, μια συγκλονιστική φωνή, την Ελληνίδα Κλεοπάτρα, να έχει κάνει την ερμηνεία. Τώρα ανάμεσα σ’ αυτά, να σου πω ότι με τον Γιώργο Ζαμπέτα παίρνουμε το πρώτο βραβείο στο Βέλγιο. Εγώ διευθύνοντας τη μεγαλύτερη ορχήστρα που έχει γίνει ποτέ στην Ευρώπη, 104 άτομα, με σολίστα το Ζαμπέτα και παίρνουμε το βραβείο ανάμεσα σε συγκλονιστικά ονόματα. Γιατί ήταν Διεθνές Φεστιβάλ και με όλων των ειδών τις μουσικές. Ντρέπομαι να πω ποιους νικήσαμε γιατί είναι πολύ σπουδαίοι άνθρωποι.

Βλέπω ότι στα έργα σας, «Έργα για πιάνο» ότι διαλέγετε και κάτι τίτλους εξαιρετικούς. Παράδειγμα: «Σπουδές σε περιττούς ρυθμούς». Άλλο: «Αναζητώντας την τονικότητα». Μου αρέσουν πάρα πολύ οι τίτλοι που χρησιμοποιείτε.

(γελώντας). Πού τα θυμήθηκες όλα αυτά; Είσαι επικίνδυνα μελετημένος. Οι «Σπουδές σε περιττούς ρυθμούς» είναι μια σειρά από σπουδές για πιάνο γραμμένες σε ¾, 5/8, 7/8, 9/8, 11/8, 13/8 και 15/8 που είναι μοναδικοί ρυθμοί που απαντώνται στην ελληνική δημοτική μουσική. Και είναι γραμμένα με έναν τρόπο που αν τα ακούσεις θα καταλάβεις γιατί το διάλεξαν στη Μόσχα σαν διδακτέα ύλη. Κι αυτό εμένα, τον αυτοδίδακτο, με κάνει πολύ περήφανο. Όσο για το «Αναζητώντας την τονικότητα», μια μέρα καθόμουν και αυτοσχεδίαζα και ένας φίλος πιανίστας μου λέει: «Μπορώ να τα έχω αυτά γραμμένα για να τα παίξω;» Λέω: «Πολύ ευχαρίστως». Του τα έγραψα και του τα έδωσα και μου λέει: «Τι τίτλο να δώσω;» Λέω, όλα ξεκίνησαν για να νοιώσω εγώ την άνεση που έχω να ψάχνω την τονικότητα και να καταλήγω απροσδόκητα, από εκεί που δεν το περιμένεις στην αρχή που ξεκίνησα. Τα έγραψα, τα έπαιξε και μετά τα ανακάλυψε μια σπουδαία αρμένισα πιανίστα η οποία και θα τα κάνει σε δίσκο την επόμενη χρονιά με τη μεγάλη γερμανική εταιρία την Deutsche Grammophon που φιλοξενεί τα σπουδαιότερα συμφωνικά έργα.

Έχετε γράψει επίσης τα «Συμφωνικά Ποιήματα» όπως «Ο χορός των σφαιρών», «Ταξίδια του νου», «Ίδε ο άνθρωπος». Θέλετε να μας πείτε δύο λόγια γι’ αυτά;

Το συμφωνικό ποίημα είναι μια πιο ελεύθερη φόρμα γιατί από το μεσαίωνα και από την αναγέννηση, οι μορφές της μουσικής ήταν πολύ αυστηρά συγκεκριμένες. Η μορφή του κοντσέρτου, η μορφή του πρελούδιου κτλ. Όταν λοιπόν κάποια στιγμή πρέπει να περιγράψεις τον τρόπο που ήθελα εγώ όταν έκανα τον «χορό των σφαιρών» για το πλανητάριο μας, προσπαθούσα να φανταστώ πως θα ακούει ο καλός Θεός αυτή τη φτωχογειτονιά μας εάν οι αποστάσεις οι κοντινότερες με τον ήλιο και οι μακρύτερες από τον ήλιο, όλων των πλανητών, ήταν χορδές που έπαιζαν μουσική. Είναι μοιραίο λοιπόν κάτι τέτοιο να ονομαστεί ένα συμφωνικό ποίημα. «Τα ταξίδια του νου». Ένας συγκλονιστικός ζωγράφος, μας βάζει μέσα στο εργαστήρι του και σχεδιάζοντάς μας δίνει την έμπνευση να γράψουμε ένα τραγούδι που τραγούδησε η πολύ μεγάλη υψίφωνος Κλαούντια Ντέλμερ, με μουσική δική μου επάνω σε ισπανική ποίηση. Τα ταξίδια, λοιπόν, του νου είναι ο τρόπος με τον οποίο τα έργα αυτού του συγκλονιστικού ζωγράφου δείχνουν την αγάπη του με τη γυναίκα και τη θάλασσα. Μέσα από μια σειρά από καράβια που άλλοτε γίνονται σπίτια και άλλοτε γίνονται μουσικά όργανα. Σε μια τέτοια περίπτωση αφήνεις το νου να ταξιδεύει και τα «Τα ταξίδια του νου» είναι η μουσική που έγραψα για τον σπουδαίο ζωγράφο Ρήγα για να παιχτεί στην έκθεση που έκανε στο Παρίσι.

Και το «Ίδε ο άνθρωπος»;

Πάλι με πας βαθιά. Με τον Θεσσαλονικιό ποιητή τον Δημήτρη Προύχο έχουμε κάνει 3 ορατόρια. Το ένα είναι ο «Πατροκοσμάς, ο άγιος των σκλάβων», το δεύτερο είναι «Παύλος, ο πρώτος μετά τον Ένα» και το τρίτο είναι το «Ίδε ο άνθρωπος». Και τα τρία έχουν ηχογραφηθεί και μάλιστα είχα τη μεγάλη τύχη, ο Μητροπολίτης Βεροίας που μας είχε παραγγείλει τον Απόστολο Παύλο, να έχει αγοράσει κάποιους δίσκους τους οποίους και χάρισε στις εκκλησιές της ορθοδοξίας από τη Γη του πυρός μέχρι την Ιαπωνία.

Και φτάνουμε στο επίμαχο σημείο κύριε Πλέσσα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, για να σας ρωτήσω ποιοι ήταν οι καλλιτέχνες που αναδείχτηκαν μέσα από εσάς. Μάλλον ατελείωτη η λίστα.

Η λίστα είναι ατελείωτη αλλά μην τους χαρακτηρίσουμε έτσι. Απλά ότι συμπορευτήκαμε και τα πλατύσκαλα της καριέρας τους έγιναν με δικά μου τραγούδια. Ακούγεται λίγο πιο ήπιο γι’ αυτούς που δεν στάθηκαν στο ύψος του πλατύσκαλου που τους ανέβασα. Είτε γιατί θέλησαν να πετάξουν πιο ψηλά και χάθηκαν, είτε γιατί θέλησαν να κατέβουν πιο χαμηλά για λόγους τους οποίους δε θα χαρακτηρίσω. Ξεκινάω πάντα με τη Νανά Μούσχουρη γιατί εγώ εκείνη την εποχή παίζω αμερικάνικη μουσική, δε γράφω δική μου μουσική και πιστεύω ότι η Νανά Μούσχουρη όπως και η ίδια, είναι μια πολύ σπουδαία τραγουδίστρια της Τζαζ. Συνεχίζω με τη Ζωή Κουρούκλη με την οποία κάνω πάρα πολλές εκπομπές γιατί εκείνη την εποχή τραγουδάει στο ραδιοφωνικό σταθμό Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος. Στη σειρά θα πρέπει στ’ αλήθεια να βάλουμε τη Γιοβάνα γιατί εκείνη την εποχή που αρχίζω να γράφω δικά μου τραγούδια, με τη Γιοβάνα όπως σου είπα κάνουμε αυτή τη μεγάλη επιτυχία στη Μόσχα. Και από εκεί και πέρα, να ξεχωρίσω τη Τζένη Βάνου η οποία είναι το αηδόνι της χώρας μας και όχι μόνο. Και να την ξεχωρίσω αφενός γιατί γράφουμε του κόσμου τα ελαφρά τραγούδια τα οποία σήμερα είναι διεθνώς σε πολύ υψηλή θέση σε όλο το ρεπερτόριο της Ευρώπης και αφετέρου γιατί αργότερα όταν η ίδια με παρακαλεί της γράφω λαϊκά τραγούδια με τα οποία κάνει μια δεύτερη καριέρα. Βεβαίως, τι να πω για την Μαρινέλα που και μόνο το τραγούδι «Άνοιξε πέτρα» και στη συνέχεια 4 -5 ακόμα τραγούδια μας φέρνουν και μέχρι σήμερα να έχουμε τόσο στενή και αγαπημένη φιλία και σχέση. Να πιάσουμε λιγάκι τους αρσενικούς. Ο Γιάννης Βογιατζής από τον κινηματογράφο, ο Φώτης Δήμας, ο Κώστας Χατζής από τους λιγάκι παλιότερους. Και από τους μεταγενέστερους να πούμε τον Γιάννη Πουλόπουλο, τον Τόλη Βοσκόπουλο και μόλις πούμε αυτούς δε θα πάει το μυαλό μας στο Στράτο Διονυσίου; Και τι; Να αφήσουμε στιγμές σαν αυτές που λόγω ταινίας τραγουδάει κάποια στιγμή ο Νίκος Κούρκουλος;

Κύριε Πλέσσα τελειώνοντας θα επαναλάβω ένα πολύ πολύ μεγάλο και θερμό ευχαριστώ. Ήταν πάρα πολύ εποικοδομητικά όλα αυτά. Νομίζω μάλιστα ότι είπαμε και πράγματα που δεν έχουν ακουστεί κι από εκεί κι ύστερα λίαν συντόμως, γιατί όχι, για κάθε καινούργιο που θα κάνετε από εδώ και στο εξής , μας ενημερώνετε και το ανακοινώνουμε στο κοινό μας.

Εσύ είσαι αδιόρθωτος, παιδί μου!

Γιατί;

Ε, τι γιατί; Πρώτον σου εξήγησα ότι εγώ θα πρέπει να σε ευχαριστήσω που είχες την υπομονή να έχεις μια τέτοια προετοιμασία που να με αναγκάσεις να πω με διαφορετικό τρόπο πράγματα που μέχρι τώρα δεν είχα πει. Δεύτερον, έρχεσαι και στο τέλος αντί να σου πω «σ’ ευχαριστώ» και να σε παρακαλέσω όταν θα το ετοιμάσεις να μου στείλεις μια κόπια για να την έχω στα αρχεία μου, είσαι έτοιμος να ξαναπέσεις στη λούμπα για να πάμε παρακάτω. Εάν και μόνο επρόκειτο να σου αναγγείλω τι έχω ως υποχρέωση για το 2013, θα καταλάβαινες ότι κακώς ρώτησες γιατί εγώ έχω αρχίσει να πεινάω και ελπίζω κι εσύ προκειμένου να σταματήσουμε εδώ και να ευχαριστήσουμε αυτούς που άκουσαν την φλυαρία μας.

Ευχαριστούμε θερμά!

“A drawer with experienced memories.”

The interview given to us by the well-known composer, songwriter, conductor and pianist Mimis Plessas. The interview took place after an invitation of his at his home.

Mr. Plessas, first of all I will start with a huge thank you for the fact that we are here after your invitation, here at your place where you welcomed us to tell us these a few things. Of course, many times I have stated on camera that I am not a journalist, just a talker, and definitely now the difficulties for me begin because when I have in front of me a figure like Mimis Plessas, the question is how do I start, how do I continue and how do I end the conversation.

I would say that when you are with Mimi Plessas, you will realize that all this is done with ease because there are so many years of experience…. for example, I would say that one year the radio “spoke” in our country and the next year it was 1 year of radio, 15 ½ years old and I was found to be the first soloist of easy-listening music, in 1939. From that time on until now I have experienced all kinds of communications. Because after the radio, came the cinema, the theatre was conquered, the black and white television came, we turned into color television and at some point, we reach today where you hold a camera and I have all this experience and you continue to have the modesty to be afraid of meeting a personality. No personality! You will come across a drawer – we used to call it “the two- by-four-room/ tiny room” – and everything was done there. Today we call it a drawer with lived memories. And from these ask whatever you want and all you shall know; whatever I tell you will be true.

The best thing you had to say as an introduction, you have already told (us), Mr. Plessas. I will start by going back. These are things you have probably said before, but I would like to go back to your childhood to ask you how the story of Mimi Plessas begins.

Of course. In a house that is full of two large families. My father Zakynthian with 14 siblings in life and my mother from Princes’ Island that is, she grew up and studied in Constantinople, in Halki, with 4 siblings. You understand, then, that both East and West were in this house and I was the eldest son of the eldest of this big family. My father, so Antonis, was, as his sibling a hat maker, that is, he made straw hats (wicker hats). They were craftsmen, they wanted to become industrialists, so, they came to Athens and in a house that was just opposite the Archaeological Museum, I lived with my family and I was the spoiled firstborn of a middle- class family.

In what sense “spoiled firstborn”?

Because you understand that everyone wanted to pamper me and since I was the firstborn child and a boy, it was only natural that they would indulge me. That is, at that time, being 4 years old and having a bicycle was rare.

However, Mr. Plessas, before you got involved with music, you studied chemistry. You did this because you wanted it yourself or because your family pushed you a little bit in the sense that maybe someone from your family didn’t want you to get involved with music?

Quite rightly so. At that time, it was not so simple in a middle-class family to say that I want to be a musician and my mother immediately found the way to make me have second thoughts by telling me “My child, a blessing and a curse, do not become itinerant instrumentalist.
God bless her soul, I did not become an itinerant instrumentalist, but I turned the itinerant instrumentalists into musicians. And I am very proud of that. On the other hand, the reaction of the time was completely natural since opposite our house, in the garden of the Archaeological Museum, 6 important soloists played sensational music while the green tram passed squeaking. While the ladies without being concerned either with the squeaking of the tram, nor with the great music that these people played, drank their tea in the garden of the Museum. How, could it be, that a mother would want to see her child in this “situation”, which would not bring honor to a middle-class family. On the other hand, I did her a favor. And because, I say it with pride, I am a self-taught musician, but a very educated scientist. I went to University and studied chemistry. I went to America and did a Doctoral thesis. And today, I proudly say, I am an honorary doctorate of the University of Patras and Ι am more οr less along with 6 Nobel laureates, co-signing papers that touch upon important issues that concern, the planet, our health and our future.

I would like to ask you which was your first musical composition.

When we lost my grandmother Athena, our house was in mourning and then mourning meant that there is no music, there is no radio on in the house, the piano is turned off, the mirrors are dressed with white (cloth) and I am at home, in this strange environment, and of course being music-born without wanting to, I miss the fact that there is no sound. And when I’m alone at home, I go and untie the laces from the piano, I open it and put my hands on it – I’m 6 years old – and I realize that the sound when I go to the right becomes high pitched and when I go to the left becomes low pitched. The next day I do the same. While I’m alone, I go and open it (the piano) and realize that the notes I’m playing have a sad sound. Without realizing it, because I neither knew music nor had I touched the piano keys before, I remember these notes and for the third and fourth time I try to repeat this pattern which is my first meaningful composition. Later, I gave it the title and called it “Liturgy for atheists.” Because I thought God must be very mean to take my grandmother away. On the other hand, the first composition for every kind of music (I compose) is completely different, and even today all my songs have a different structure, a different idea and no one resembles the other. I have always believed that to make a success and “sit” on it and repeat yourself, this kind of routine is stillborn. Because it can give you successive successes with ease but surely at some point the time will come that you will not be forgiven for the repetition. So, I’ll tell you differently, for the theatre my first composition was ordered by the director of the theatre in which as a soldier, I served my last 6 months of service, for the play “The soldier’s house”. A very important writer, Nikos Fatseas, was the director of the theatre. And he once instructed me to write 3 songs. One was “If love”, the other was ” With love company” and the third…. I don’t remember it right now. Though I explained to him that I don’t write music, I play my colleagues’ music. He replied with a very characteristic harsh smile: “Execute order and report execution.” I went, wrote the three songs and 3 days later he called me, kissed me and gave me a week off. And when I asked why he told me “Because the 3 tracks you wrote, the Kalouta sisters heard them and together with the tenor Denogia they will stage “With love company” in a music theatre in Thessaloniki.

I kept in mind what you said “He ordered you”, to ask the following. Nevertheless, during your career, was there someone who in quotation marks instructed you to create a musical composition and really had a hard time in inspiration and creativity in composing such a musical piece?

I’m sorry, I wish I could tell you differently, but the more they cornered me, the better I performed. And the most characteristic of all is the work “Zero visibility”, “It is raining fire on my way”. More or less, while I have noted to write modern synchronic music that the movie requires in 1 hour and 10 minutes, as I am leaving, Nikos Foskolos shouts to me from the editing room: “I need a “zeibekiko” (song for this type of dance) for Kourkoulos to burn his clothes, (a scene in the movie). I say, “But are you in your right mind? S But I didn’t see such a scene.” He says to me, “You didn’t see it because it hasn’t been filmed yet.” So, without this information I thought of writing a zeibekiko. So, I did what everyone else would do. I called the big names. Giorgos Zampetas, Dimitris Xaplanteris – the two of them were a music couple at the time, playing the bouzouki – and my own (musicians) who could play from aria to opera to “anything”, and as I was going down the staircase which was curvy – there were the backstairs that connected the courtyard with the editing room of Finos Film – I conceptualized the music. My friends came, we wrote it, we recorded it with a voice, I had heard 2 days before, of a young kid with a guitar playing in a famous entertainment center/club. The young boy was Stratos Dionysiou. The song was “It is raining fire in my way ” and 2 months later 80,000 people standing in Thessaloniki, at the Kaftatzoglio Stadium, sang “It is raining fire on my way”.

Unique moments.! Mr. Plessas, let’s talk now, about music that you have written in particularly for the theatre and of course having already done a lot of things.

69 theatrical performances and another 11 international ones. And from those, not many are mentioned except that everyone, depending on the kind of theatre he loves, finds a referral to Plessas. Why is that? Because the theatrical Plessas is multi-faceted. He starts with Karolos Koun. He continues with Mousouris and at some point, he is with Dimitris Horn and for 5 years on center stage, he staging and I composing the music for the most modern plays of the time. From the international but also from the Greek repertoire. I am very proud because I have written the music for Thomas Dipsychos by Angelos Terzakis. Apart from that, there is a very large “Plesseikos” (characteristic of Plessas) project that follows a unique success. My adaptation along with Dimitris Maravettas of the unforgettable, “Christ Superstar”, the well-known “Jesus Christ Superstar”. No fewer than 325 come to the auditions, we choose 23 and with 23 Greek children and with my adaptation we manage to give the best performance in the world, from what was written (in the papers), second came the Australian (adaptation), third the Spanish and fourth the German. The project “leaves” us, of course, because it is taken down ingloriously since the church and religious organizations go against it, instead of coming to see faith as it is strengthened through the way these children sing in this musical, at least in this Mediterranean adaptation of ours. And fortunately for us, Dimitris Maravetas says: “Why should we stay with a thumbs up (Bravo) for a work that is not ours but only the translation and adaptation. Let’s stage our own.” And we put on the “Funeral Dialogues” of Loukianos and we present it during the Athens Festival at Anna Synodinou theatre. And there they discover that Mimis Plessas has other theatrical possibilities. And this gives us courage and 5 years later we stage Orpheus and Eurydice. A folk operα of our unforgettable poet Kostas Kindinis where a very big star today, appeared and for the first time we hear Giannis Bezos and his wife Natalia Tsaliki. You will ask me, of course, why don’t I go out and say all these things. But who would have the patience to sit like you with a camera to record me? Or rather, technology has allowed me, up till now to be at home, unshaved having the comfort of remembering all these things. So, instead of you thanking me, I must say a big thank you for your patience and make sure that the next time you would like, we can fill in what couldn’t fit from a life, that for better or for worse has been given so long to suffer so many things and given so many opportunities to be able to continue even today and to hope for the future of our children.

Mr Plessas, I am coming back and will insist a little on ‘Jesus Christ Superstar’ to ask exactly how this came about and also to tell us a few words about Mr. Webber.

Yes. This lad was waiting for us in London to sign and give us permission (to play his compositions). We went to London to honor his youth and as at that time the “mood” in London were the long-haired and the hippies, we were dressed in our shirts and Andrew Lloyd Webber appears in a suit and tie. We meet, we talk, we sign and, in the end, I can’t resist and ask him: “Can you tell me my boy, I put on a shirt to honor your generation. Why did you put on a suit?” and he says, “Because my father told me that I will meet a very great composer, a very great Greek and a gentleman.” I’m asking, did your father tell you that? He says yes. He was on the committee that gave you the first prize at the Polish International Festival and he still remembers that you went and congratulated the second winner, who was a famous Belgian who played harmonica.

And since we’re talking about awards, you have other very important things to say about awards. I’ll let you talk about 2 – 3 very important ones.

Excuse me, but if you turn your camera around here or there, in the background, a garden, you will see that “there is no number”. So, we will only talk about one thing that is very important to me. I was in Moscow in 1963 conducting the “Bolshoi Philharmonia” with Giovana as the singer and giving 15 concerts. They are recorded and as a result she is given an award, the greatest prize that my dear could get as a European at that time, namely the album with Giovana “Giovana sings Mimi Plessa”, sold 18 million copies. These 18 million copies, made the Muscovites name their children “Giovana”. And not only that. Years later – and at some point, I saw that your eye caught something – I was called back in Moscow for a concert in the “Katsaturian” hall where students appeared when we gave these 15 concerts in Moscow. This is an award that cannot be forgotten. Another award was that we got in Tokyo. An award that I still consider today very special because in an International Festival competing with La Toya Jackson, the sister of Michael Jackson, she received the second prize, we got the first prize for the most artistic participation with the unforgettable poet, Sophia Fildsi having written the lyrics and with Cleopatra, a dramatic voice, the Greek Cleopatra, who did the performing (performed the song). Now amongst them, let me tell you that with Giorgos Zampetas we received first prize in Belgium. I, conducting the largest orchestra ever in Europe, 104 people, with Zampeta as soloist, and we received the prize (competing) among great names. Because it was an International Festival and with all kinds of music; I am ashamed to say who we won because they are very great people.

I noticed that in your compositions, “Compositions for Piano “, that you also choose excellent titles. Example: ” Studies at unnecessary rates”. Another: “Looking for tonality.” I like the titles you use very much.

(laughing). Where did you remember all this? You’ve dangerously informed. “Studies at unnecessary rates” is a series of piano studies written in 3/4, 5/8, 7/8, 9/8, 11/8, 13/8 and 15/8 that are unique rhythms found in Greek folk music. And they are written in a way that if you listen to them, you will understand why they were chosen in Moscow to be part of their (teaching) syllabus. And that makes me, the self-taught, very proud of myself. As for “Looking for tonality,” one day as I sit and improvise, a pianist friend says to me, “Can I have these (compositions) written so I can play them?” I say, “Very gladly.” I wrote them and gave them to him and he says, “What title should I give?” I say, it all started so that I could feel the ease I have looking for tonality and ended up unexpectedly, there where you don’t expect it, from the beginning where I started. I wrote them, played them and then a great Armenian pianist discovered them and recorded them the following year with the great German company Deutsche Grammophon that hosts the most important symphonic works.

You have also written the “Symphonic Poem” such as “The Dance of the Spheres”, “Journeys of the Mind”, “Behold the man”. Do you want to tell us a few words about them?

The symphonic poem is a freer form because from the Middle Ages and the Renaissance, the forms of music were strictly specific. The form of the concerto, the form of the prelude, etc. So, when at some point, I had to describe the way I wanted, I wrote the “The Dance of the Spheres” for our planetarium, I was trying to imagine how the good God would be able to hear this poor neighborhood of ours, if the distances closest to the sun and the ones further away from the sun, all the planets, were strings that played music. It was meant, for this (reason), to be called a symphonic poem. “Journeys of the mind”. A sensational painter lets us enter into his workshop and by sketching gives us the inspiration to write a song sang by the very great soprano Claudia Delmer, with music of mine on Spanish poetry. “ Journeys of the mind”, are the way in which the works of this sensational painter show his love for woman and the sea. Through a series of ships that sometimes-become houses and sometimes become musical instruments. In such a case you let the mind travel and “Journeys of the mind” is the music I wrote for the great painter Rigas to be played at his exhibition in Paris.

And “Behold the man”?

Again, you take me into deep waters. With the Poet of Thessaloniki, Dimitris Prouchos, we have composed 3 oratorios. One is “Patrocosmas, the saint of slaves”, the second is “Paul, the first after the One”, and the third is “Behold the man “. All three have been recorded and indeed I had the great luck, the Metropolitan Bishop of Veroia who had ordered (a composition for) Apostle Paul, to have bought some records which he gave to the churches of Orthodoxy from the Land of Fire to Japan.

And we come to the contentious point of, Mr. Plessas, if we can say so, to ask you who were the artists who became known/famous through you. Rather, the list is endless.

The list is endless but let’s not characterize them this way. Just that we walked along and the major landings of their careers were accomplished with my songs. It sounds a little softer for those who did not rise to the occasion. Either because they wanted to fly higher and got lost, or because they wanted to stand lower for reasons that I will not characterize. I always start with Nana Mouskouri because I was playing American music at the time, I didn’t write my own music and I believe that Nana Mouskouri, like she believes about herself, that she is a very great jazz singer. I continue with Zoe Kouroukli with whom I did so many shows because at that time she sings on the radio station of the Armed Forces of Greece. In the same line we should really put Giovana, because at that time is when I start writing my own songs, with Giovana as I told you we had great success in Moscow. Thereafter, I would like to single out Jenny Vanou who is the nightingale of our country and not only. And to distinguish her, on the one hand, because we record many light songs, which today are internationally acclaimed in the repertoire of Europe, and on the other hand, because later, when she asks me, I write Laika songs with which she makes a second career. Of course, what can I say about Marinella; that the song “Stone…open up” and later 4 -5 more songs bring us close and up to today we have such a close and beloved friendship and relationship. Let’s talk about the male singers a little bit. Yannis Vogiatzis from the cinema, Fotis Dimas, Kostas Hatzis from the eldest. And from the latest ones Giannis Poulopoulos, Tolis Voskopoulos and as soon as we refer to them our minds will go to Stratos Dionysiou? And what? Should we leave moments like the ones that Nikos Kourkoulos sings in a movie?

Mr Plessas, I shall conclude by repeating a very very big and warm thank you. It was all very constructive. In fact, I think that we have said things that have not been heard and from there on, very soon, why not, for everything new you will do from now on, you can inform us and we will announce it to our audience.

You are hopeless changing, my child!

Why?

Huh, what why? Firstly, I explained to you that I should thank you, for having the patience to have been prepared in such a way, forcing me to say in a different way, things that I had not said until now. Secondly, you came and at the end instead of telling you “Thank you” and to ask you when you prepare it, (have the interview in writing) to send me a copy, so that I can have it in my records, you are ready to fall into the trap and take it (the conversation) further. If I were only going to announce to you what my obligations are for 2013, you would understand that you wrongly asked, because I am getting hungry and I hope you too, so we can stop here and thank those who heard our chatter.

We thank you warmly!