Blog
Woody Allen: Behind his black rimmed glasses (greek | english)
BEHIND HIS BLACK RIMMED GLASSES.
Ο Woody Allen αποτελεί από μόνος του ένα “Κεφάλαιο” στην ιστορία του κινηματογραφικού γίγνεσθαι. Μια ολόκληρη κινηματογραφική σχολή, είτε επικεντρωθούμε στα πρώτα του φιλμ που δεν σκηνοθέτησε ο ίδιος και απλά πρωταγωνίστησε σ’ αυτά θέτοντας τις ανάλογες συντεταγμένες, είτε αναφερθούμε στη μετέπειτα δημιουργική σκηνοθετική του πορεία. Ο στοιχειώδης λόγος του κωμικού, οι δραματουργικές του βάσεις αλλά και η ιδιαιτερότητα της σκηνικής του παρουσίας δηλώνονται με ένα τρόπο πολύ έντονο και μάλιστα ακόμα και χωρίς να μπορεί αρχικά να εξαπλώσει σ’ όλο το δυνητικό του εύρος τον προσωπικό του λόγο. Στη συνέχεια καταλήγει στη διαπίστωση: “…ο μόνος τρόπος για να κάνεις μια ταινία είναι να έχεις τον απόλυτο έλεγχο της.” Έτσι, αρχίζει να γράφει, να πρωταγωνιστεί, να σκηνοθετεί, να παράγει φιλμ και τελικά να πετυχαίνει την καθολική καλλιτεχνική του ανεξαρτησία. Το έργο του πλέον αποκτά χαρακτήρα προσωπικό και κυρίως άμεσο προς τον θεατή κάτι σαν ένα είδος αμοιβαίας ψυχανάλυσης του ήρωα από τον θεατή και αντίστροφα. Αυτό είναι τελικά που τον κάνει να ξεχωρίζει από ολόκληρο τον υπόλοιπο κινηματογραφικό συρφετό και με μια απογυμνωτική απλότητα να διεισδύει στο υποσυνείδητο μας. Ένα είδος “εξομολόγησης” όπου ο δημιουργός βγάζει στην επιφάνεια τους φόβους του, τις απωθήσεις του, τις εμμονές του αλλά και τα οράματα του. Κι όμως ο φόβος του συμβαδίζει με την ελπίδα οδηγώντας το θεατή σε μονοπάτια λύτρωσης γοητεύοντας αλλά και λαβώνοντας ταυτόχρονα. Ο Woody Allen για την εποχή του αποτέλεσε κυριολεκτικά μια καινούργια ποιότητα στα κείμενα. Είναι συγγραφέας που παίζει με τον εαυτό του μέσω μιας δυνατής αλληλεπίδρασης με το υλικό του. Κάτι σαν άμεσος κληρονόμος του Groucho Marx. Συχνά εμφανίζεται στο προσκήνιο η ερώτηση: τελικά είναι καλύτερες οι σημερινές ταινίες ή αυτές που φτιάχτηκαν πριν από 50 – 60 χρόνια για παράδειγμα. Δεν ξέρω αν είναι καλύτερες ή χειρότερες οι σημερινές ταινίες από τις παλαιότερες. Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι κι αυτές κι εμείς είμαστε διαφορετικοί και βλέπουμε τις ταινίες τού σήμερα από μια άλλη σκοπιά. Και επειδή οι ταινίες μιας προηγούμενης εποχής, μας είναι πιο γνώριμες, οι προσδοκίες μας για τις σημερινές είναι διαφορετικές. Τώρα διαθέτουμε μια κινηματογραφική κληρονομιά: την συγκέντρωση κινηματογραφικής εμπειρίας. Αντί λοιπόν να νοσταλγούμε τον παλιό καλό καιρό, η κληρονομιά αυτή οφείλει να μας κάνει πιο κριτικούς απέναντι σε δεύτερης ποιότητας προϊόντα, και πιο ευαίσθητους σε ένα ταλέντο όπως αυτό του Woody Allen. Το φαινόμενο Woody Allen είναι γοητευτικό. Από την άλλη μεριά η αυτογνωσία που απλόχερα μας προσφέρει, πολλές φορές είναι συνδεδεμένη με τον πόνο. Για παράδειγμα όταν ο Άιζακ Ντέιβις στο “Μανχάταν” λέει: “Δεν είχα ποτέ σχέση με γυναίκα που να διήρκησε τόσο όσο εκείνη του Χίτλερ με την Εύα Μπράουν”, γελάμε μεν, αλλά πίσω από τα γράμματα ο πόνος είναι τελικά αυτός που κυριαρχεί. Και όταν η Νταϊάν Κήτον βαθιά ταραγμένη για περιπέτειες που είναι καταδικασμένες να μείνουν ανεκπλήρωτες, ουρλιάζει: “Είμαι μια ωραία γυναίκα. Είμαι πολύ έξυπνη. Αξίζω κάτι περισσότερο από αυτό!”, τότε η κωμωδία του Woody μας τρυπάει την καρδιά.
Οι ταινίες του Woody Allen χρόνο με τον χρόνο ευρύνονται και η οπτική τους μεγαλώνει και γίνεται πιο ανοιχτή σε απαιτήσεις. Δεν υπάρχει πλέον δυσκαμψία όσον αφορά την κινηματογραφική του αφήγηση και αρχίζει να κρατάει μια σταθερή ανοδική πορεία προς την ωριμότητα και τον ολοκληρωμένο στοχασμό, με αποτέλεσμα κάθε καινούργιο φιλμ να παρουσιάζει όλο και μικρότερο βαθμό τεχνικών και μορφικών ελαττωμάτων και μεγαλύτερο αριθμό ιδεών και ευρημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή στον “Υπναρά” όπου ο Woody Allen αντιγράφει με απόλυτη ακρίβεια μια σκηνή από την ταινία του Μάρλον Μπράντο, τηρεί αυστηρά το καδράρισμα, τον διάλογο και το ντεκουπάζ της ταινίας, μονάχα που αντιστρέφει το φύλο των ανθρώπων που συνομιλούν (το ρόλο του Μάρλον Μπράντο τον παίζει η Νταϊάν Κήτον, ενώ το ρόλο της γυναίκας ο Woody Allen). Έτσι η δραματικότητα της ταινίας μεταστρέφεται στο εκ διαμέτρου αντίθετο της και γίνεται ευτράπελη κωμωδία. Στη συνέχεια περνάμε σε μια άλλη περίοδο που αρχίζει με τον “Νευρικό Εραστή”, μια περίοδος πολλαπλής ωριμότητας για τον Woody Allen σε όλους τους τομείς της φιλμοκατασκευής: πιο μεστός και καλύτερα οργανωμένος στοχασμός, ρητή δραματουργική τάξη και κυρίως μια καλά κατακτημένη κινηματογραφική γραφή, στέρεη και γεμάτη πλαστικότητα, που φανερώνει όλο το εύρος των δυνατοτήτων του στο πεδίο της δυναμικής εικαστικής του κινηματογράφου. Σ’ αυτή την περίοδο το έργο του Woody Allen παύει να είναι μονοδιάστατο και αποκλειστικά κωμικό. Η κωμωδία του γίνεται πιο εμβαθυντική, ψυχαναλυτική και αποκτά περισσότερο χαρακτήρα.
Γενικότερα οι λυτρωτικές δυνατότητες της κωμωδίας περιορίζονται όταν οι δημιουργοί τους βιώνουν τους χαρακτήρες των έργων τους και έτσι γίνεται αναγκαία η στροφή προς την ψυχοτονωτική κάθαρση του δράματος, ιδιαίτερα για τον Woody Allen που ο κινηματογράφος του είναι ένα είδος απρόσωπης ομαδικής ψυχανάλυσης. Του αρέσει να ακροβατεί σ’ εκείνο το λεπτό όριο που συνδέει το γλυκό με το πικρό και το κωμικό με το μελαγχολικό μέσα σε μια σύνθεση “τσαπλινικού” τύπου (Θυμηθείτε για παράδειγμα που στο “Ζητείται εγκέφαλος για ληστεία”, τα ρούχα του τα βγάζει μέσα από το ψυγείο. Ένα ολοφάνερο δάνειο από τον πρώιμο Τσάπλιν.)
Αυτός, λοιπόν, ο κοντός αλλά συμπαθέστατος, κοκκινομάλλης Εβραίος μύωπας αρχίζει να διαμορφώνει αργά αλλά σταθερά τη φιγούρα του ηττημένου και του διαβόητου χασούρη, αυτόν που οι γυναίκες δεν παίρνουν στα σοβαρά, ο νευρωτικός διανοούμενος ή πολύ απλά ο γεννημένος για να χάνει. Κι όμως ο Woody Allen κατά βάση είναι ο γεννημένος νικητής που σήμερα έχει κτίσει πίσω του μια πολύ μεθοδικά φτιαγμένη καριέρα ισάξια, τολμώ να πω για το είδος που εκπροσωπεί, του Κόπολα, Σκορσέζε, Σπίλμπεργκ, Ντε Πάλμα και Στόουν. Όλα αυτά όμως σαν ακούραστος εργάτης που καμιά νίκη δεν του ήρθε ουρανοκατέβατη και κέρδισε κάθε επιτυχία πραγματικά με σιδερένια πειθαρχία. Και ιδού το αποτέλεσμα: σε οτιδήποτε καταπιάνεται εδώ και δεκαετίες, ξέρει να στήνει αριστοτεχνικά με σοφούς συνδυασμούς και με ακρίβεια ωρολογοποιού, έναν καλοκουρδισμένο αφηγηματικό μηχανισμό όπου καταστάσεις και χαρακτήρες με την ανελέητη ανάπτυξη (θετικά ή αρνητικά) της κοινωνίας μας απομυθοποιούνται αλλά και πολύ στοχαστικά εξελίσσονται σε μια έλλογη συνειδητή δράση.Στα ελληνικά η λέξη “αίρεση” έχει αρκετές έννοιες και ερμηνείες ανάλογα με την ετυμολογία της. Μία από αυτές είναι: ένα σύνολο από ιδέες ή απόψεις οι οποίες αποκλίνουν από εκείνες που θεωρούνται σωστές ή καθιερωμένες σε ένα τομέα. Με αυτό το σκεπτικό υπάρχει φιλοσοφική αίρεση, ιδεολογική αίρεση, πολιτική αίρεση, θρησκευτική αίρεση αλλά και καλλιτεχνική αίρεση. Θεωρώ ότι ο Woody Allen με όλο αυτό που έχει πετύχει μέχρι σήμερα είναι ένας μεγάλος “αιρετικός” του κινηματογράφου αφού οτιδήποτε κι αν έχει δανειστεί κινηματογραφικά έχει καταφέρει να το μεταμορφώσει σε κάτι εξ’ ολοκλήρου νέο διατηρώντας τις υπάρχουσες εξωτερικές μορφές και ταυτόχρονα όμως έχοντας δώσει με αποφασιστικότητα μια χροιά σάτιρας μοναδική. Ναι, η σάτιρα του Woody Allen αποκλίνει από όλες τις υπόλοιπες καθιερωμένες και γι’ αυτό και γίνεται ανατρεπτική. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά γενικά το ανατρεπτικό του στυλ είναι αυτό που προσδιορίζει στην ουσία καθετί με το οποίο καταγίνεται. Μερικοί λένε ότι επαναλαμβάνεται επειδή συχνά ξεχωρίζεις στα έργα του και με τον ίδιο αλλά και με άλλους ηθοποιούς που ενσαρκώνουν τους ρόλους τους, κάτι το νευρωτικό, το ανασφαλές και το φοβικό. Προσωπικά όμως πιστεύω ότι αυτό αποτελεί μια προσωπική του επιλογή στο τι θέλει να βγάλει προς τα έξω και με ποιον τρόπο θέλει να το βγάλει. Αυτό είναι όλο. Και νομίζω ότι το κατορθώνει τέλεια και καλύτερα από τον καθένα άλλο που ασχολείται κινηματογραφικά με το πολύ δύσκολο αντικείμενο της κωμωδίας. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ο Woody Allen δεν είναι καλός ηθοποιός. Για να είμαι ειλικρινής πράγματι κι εγώ ο ίδιος προσωπικά δεν θα μπορούσα να τον φανταστώ να ερμηνεύει τον Ριχάρδο τον Γ’ αλλά από την άλλη μεριά δεν είμαι και σίγουρος αν ο ηθοποιός που μπορεί να ερμηνεύσει τον Ριχάρδο τον Γ’ θα μπορούσε να ερμηνεύσει τόσο πειστικά αυτόν τον χαρακτήρα που ο Woody Allen παρουσιάζει στα περισσότερα έργα του. Προσέξτε αυτό. Ο Woody Allen παραμένει για δεκαετίες τώρα ένας και μοναδικός ακριβώς επειδή είναι αυτός που είναι. Ποτέ δε μιμήθηκε άλλους κωμικούς (το αντίθετο μάλλον έχει συμβεί) και εξ’ αρχής αποτέλεσε, πάντα για το είδος της κωμωδίας που εκπροσωπεί, τον “Κολόμβο” της κωμωδίας τουλάχιστον με τον τρόπο με τον οποίο αποφάσισε να το κάνει.
BEHIND HIS BLACK RIMMED GLASSES.
Woody Allen is a “Chapter” in the history of cinema himself. An entire film school, either focusing on his first films that he did not direct himself and simply starred in, by setting the appropriate coordinates, or referring to his later creative directing career. The comedian’s elemental word, his dramatic bases and the peculiarity of his stage presence are stated in a very intense way, and even without initially being able to spread his personal word to its fullest range. He then concludes: “… the only way to make a movie is to have complete control over it.” So he begins writing, starring, directing, producing films and eventually achieving his universal artistic independence. His work now becomes personal and, mostly, direct to the viewer as a kind of mutual psychoanalysis of the hero by the viewer and vice versa. This is what ultimately makes him stand out from the rest of the crowd and -with a stripped-down simplicity- to penetrate our subconscious. A kind of “confession” where the creator reveals his fears, his repulsions, his obsessions, and his visions, too. And yet his fear goes along with hope, leading the viewer on paths of redemption; charming but also wounding at the same time. Woody Allen, for his time, was literally a new quality in texts. He is a writer who plays with himself through a strong interaction with his material. Something like a direct heir to Groucho Marx. This question often comes to the fore: today’s films, or those made 50-60 years ago, for example, are better. I don’t know if today’s movies are better or worse than the older ones. But the only sure thing is that both they and we are different and we see today’s films from a different perspective. And because movies of a previous era are more familiar to us, our expectations for today’s movies are different. We now have a cinematic legacy: the gaining of filmmaking experience. So instead of being nostalgic for the good old days, this legacy should make us more critical of second-class products, and more sensitive to a talent like Woody Allen. The Woody Allen phenomenon is charming. On the other hand, the self-knowledge that he generously offers us is often associated with pain. For example, when Isaac Davis in “Manhattan” says, “I never had a relationship with a woman that lasted as long as Hitler did with Eve Brown,” we laugh, but behind the letters, pain ultimately prevails. And when Diane Keaton is deeply troubled by adventures that are doomed to remain unfulfilled, she screams, “I’m a beautiful woman. I’m very smart. I deserve more than that!”, then Woody’s comedy pierces our hearts.
Woody Allen’s films are expanding year after year and their vision grows and becomes more open to demands. There is no longer rigidity in his cinematic narrative, he begins to maintain a steady upward journey towards maturity and complete reflection, with each new film showing less and less technical and morphological defects and a greater number of ideas and findings. A typical example is the scene in the “Sleeper” where Woody Allen accurately replicates a scene from Marlon Brando’s film, strictly adheres to the framing, dialogue and decoupage of the film, only reversing the gender of the people talking (the role of Marlon Brando is played by Diane Keaton, and Woody Allen plays the role of the woman). Thus, the drama of the film turns into a diametrically opposite one and becomes a facetious comedy. We then move on to another period beginning with “Annie Hall”, a period of multiple maturity for Woody Allen in all areas of filmmaking: more meaningful and better organized reflection, explicit drama and, above all, a well-conquered film writing, solid and full of plasticity, revealing the full range of its potential in the field of dynamic visual cinema. At this time, Woody Allen’s work ceases to be one-dimensional and exclusively comic. His comedy becomes more profound, psychoanalytic and acquires more character.
In general, the comedy’s redeeming potential is limited when the creators experience the characters of their works, and so the shift towards psychotropic clearance of the drama becomes necessary, especially for Woody Allen, whose cinema is a kind of impersonal group psychoanalysis. He likes to straddle that fine line that connects sweet to bitter and comical to melancholic in a “Chaplin” type composition (Remember for example in “Take the Money and Run”, he takes his clothes out from the fridge. An obvious loan from early Chaplin.)
So this short but sympathetic red-haired myopic Jewish begins to slowly but steadily shape the figure of the infamous loser, the one that women do not take seriously, a neurotic intellectual or just born to lose. And yet Woody Allen is basically the born winner who today has very methodically built a career behind him, equal I dare say regarding the type he represents to those of Coppola, Scorsese, Spielberg, De Palma, and Stone. But he did all this as a tireless worker who had no victory come to him and gained every success with true iron discipline. And here’s the result: in everything that he dives into for decades now, he knows how to master, with wise combinations and with the precision of a watchmaker, a well-crafted narrative mechanism where situations and characters with the relentless development (positive or negative) of our society are demythologized and reflectively progress in a rational conscious action.In Greek, the word “heresy” has several meanings and interpretations depending on its etymology. One of them is: a set of ideas or opinions that deviate from those that are considered right or established in one field. With this reasoning, there is a philosophical heresy, an ideological heresy, a political heresy, a religious heresy, and an artistic heresy. I think Woody Allen, with all that he has achieved so far, is a big “heretic” of cinema, since whatever he has “borrowed” from cinema he has managed to transform it into something entirely new by preserving the existing external forms while still having decidedly given a unique satire complexion. Yes, Woody Allen’s satire deviates from all the other established ones and so it is subversive. And not only that but his subversive style, in general, is what really defines everything he comes up with. Some say he repeats himself because you often distinct in his works, both in him and in other actors who embody their roles, something neurotic, insecure, and phobic. But personally I think this is a personal choice of what he wants to get out there and how he wants to get it out. That’s all. And I think he does it perfectly and better than anyone else who deals with the very difficult subject of comedy. Others still argue that Woody Allen is not a good actor. To be honest I myself could not imagine him performing Richard III but on the other hand, I am not sure if the actor who could interpret Richard III could interpret so well this character that Woody Allen portrays in most of his works. Pay attention. Woody Allen has remained for decades now the one and only because he is who he is. And though he got ideas from other comedians, he never imitated other comedians (the opposite seems to have happened) and he was, from the beginning, and speaking for the kind of comedy he represents, the “Columbus” of the philosophical and high intelligence satire, at least in the way he decided to do it.